- προδοματικός
- προ-δομᾰτικός, ή, όν,A by way of payment in advance,
μίσθωσις Sammelb.5761.26
(i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μίσθωσις Sammelb.5761.26
(i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδοματικός — ή, όν, Α [πρόδομα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκαταβολή 2. αυτός που γίνεται με προκαταβολή («εἰς ἀπόδοσιν προδοματικῆς μισθώσεως», πάπ.) 3. αυτός που προκαταβάλλεται («προδοματικοῡ μισθοῡ», πάπ.) … Dictionary of Greek